πρεσβυτέριο

πρεσβυτέριο
πρεσβυτέριο το
1) священное собрание иудеев в Иерусалиме (евр. Sanhedrin «Синедрион»), а также место и здание в котором они собирались;
2) духовенство, собор пресвитеров;
3) (в Католической Церкви) дом, в котором проживает священник

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πρεσβυτέριο" в других словарях:

  • πρεσβυτέριο — το 1. αρχιεπισκοπικό συνέδριο των Ιουδαίων ή το οίκημα όπου συνέρχονταν αυτό. 2. στους χριστιανούς, το ιερατείο, ο κλήρος. 3. στους καθολικούς, η κατοικία του ιερέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυτεριανισμός — Όρος που προέρχεται από το πρεσβυτέριο (συμβούλιο των πρεσβυτέρων), και χαρακτηρίζει μία ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης και εκκλησιαστικής διαμόρφωσης, που έχει την αρχή της στην Καλβινική Εκκλησία. Σε αντίθεση με την κογκρεγκασιοναλιστική και την… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυτερείο — και πρεσβυτέριο, το / πρεσβυτερεῑον και πρεσβυτέριον, ΝΑ [πρεσβύτερος] 1. το συμβούλιο τών πρεσβυτέρων, το ιερατικό συνέδριο τών Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, όπου προήδρευε ο για ένα έτος εκλεγμένος αρχιερέας, καθώς και ο τόπος ή το ίδρυμα όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κρίστι, Αγκάθα — (Dame Agatha Mary Clarissa Christie, Τόρκι, Ντέβον 1890 – Γουόλινγκφορντ, Οξφόρδη 1976). Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Στο πρώτο της μυθιστόρημα, Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς (1920), παρουσιάστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Γύρουλα (Νάξου) — Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο στο Σαγκρί της Νάξου δημιουργήθηκε ένα μουσείο, με σκοπό να στεγάσει τα αρχιτεκτονικά μέλη των μνημείων που δεν εντάχθηκαν στην αναστήλωση, καθώς και τα ευρήματα που υποδεικνύουν την ιστορία του ιερού. Το μουσείο, που… …   Dictionary of Greek

  • Μπραμάντε, Ντονάτο — (Donato Bramante, Φερμινιάνο, Ουρμπίνο 1444 – Ρώμη 1514). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Στην εποχή του η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε σχεδόν μύθος που διατηρήθηκε αναλλοίωτος για πολλούς αιώνες. Το έργο του αποτελεί βασικό… …   Dictionary of Greek

  • Χώθορν, Ναθάνιελ — (Hawthorne, Σάλεμ, Μασαχουσέτη 1804 – Πλύμουθ, Νιου Χαμσάιρ 1864). Αμερικανός συγγραφέας. Ορφανός από πατέρα, συνήθισε από μικρός στη μοναξιά και στην αυτοπαρατήρηση. Έπειτα από 4 χρόνια σπουδών στο Bowdoin College, όπου γνώρισε τον Φράνκλιν Πιρς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»